- στείχοντα
- στείχωwalkpres part act neut nom/voc/acc plστείχωwalkpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στείχονθ' — στείχοντα , στείχω walk pres part act neut nom/voc/acc pl στείχοντα , στείχω walk pres part act masc acc sg στείχοντι , στείχω walk pres part act masc/neut dat sg στείχοντι , στείχω walk pres ind act 3rd pl (doric) στείχοντε , στείχω walk pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείχοντ' — στείχοντα , στείχω walk pres part act neut nom/voc/acc pl στείχοντα , στείχω walk pres part act masc acc sg στείχοντι , στείχω walk pres part act masc/neut dat sg στείχοντι , στείχω walk pres ind act 3rd pl (doric) στείχοντε , στείχω walk pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… … Dictionary of Greek
συννεφής — ές, ΜΑ 1. σκεπασμένος με σύννεφα, συννεφιασμένος (α. «καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτῆς συννεφὴς δρόσῳ», ΠΔ β. «ἐν ταῑς συννεφέσι νυξί», Πολ.) 2. (για πρόσ.) κατηφής, σκυθρωπός («ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω τόνδε δεῡρο συννεφῆ πρὸς δόμους στείχοντα», Ευρ.).… … Dictionary of Greek